- παίανις
- παίᾱν-ις, ιδος, ἡ, = foreg.,A
ἀοιδαί Pi.Fr.139
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀοιδαί Pi.Fr.139
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιάνις — παιᾱνις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε παιάνα ή που μοιάζει με παιάνα («παιάνιδες ἀοιδαί», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. νεᾶν ις)] … Dictionary of Greek
παιανίδων — παίανις fem gen pl παιάνις gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιάνιδες — παίανις fem nom/voc pl παιάνις masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)